μετά

μετά
μετά (
1

μέτα O. 2.34

, P. 5.94, Pae. 9.21)
1 prep.,
a c. acc.
I to, among

προῆκαν υἱὸν ἀθάνατοί οἱ πάλιν μετὰ τὸ ταχύποτμον αὖτις ἀνέρων ἔθνος O. 1.66

ἐθέλοντ' ἐς οὐρανοῦ σταθμοὺς ἐλθεῖν μεθ ὁμάγυριν Βελλεροφόνταν Ζηνός I. 7.46

λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντα fr. 227. 3.
II of purpose, after, in pursuit of

ἔειπεν Ὑψιπυλείᾳ μετὰ στέφανον ἰών O. 4.23

μετὰ γὰρ κεῖνο πλευσάντων Μινυᾶν P. 4.68

Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν P. 9.106

καί ποτε χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕπετό οἱ N. 3.38

τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν fr. 172. 5.
III of time, after

μετὰ χειμέριον ὄμβρον P. 5.10

[μετὰ μέγαν κάματον (v. l. πεδὰ) P. 5.47]

νῦν δ' αὖ μετὰ χειμέριον ποικίλα μηνῶν ζόφον χθὼν ὥτε φοινικέοισιν ἄνθησεν ῥόδοις I. 4.18

γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον I. 8.8

IV of time, during καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος

ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6

b c. gen., along with

μετὰ τριῶν τέταρτον πόνον O. 1.60

ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι εὐθυμιᾶν τε μέτα καὶ πόνων ἐς ἄνδρας ἔβαν O. 2.34

τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν O. 10.49

μάκαρ μὲν ἀνδρῶν μέτα ἔναιεν P. 5.94

οὔτε δείπνων μεθ' ἑταιρᾶν τέρψιας P. 9.19

ὀλοφύρομαι οὐδὲν ὅτι πάντων μέτα πείσομαι Pae. 9.21

c c. dat., among

λέγοντι μετὰ κόραισι Νηρῆος ἁλίαις βίοτον ἄφθιτον Ἰνοῖ τετάχθαι O. 2.29

εὔδοξος ἀείδεται Σωγένης μετὰ πενταέθλοις N. 7.8

2 adv., afterwards ἦ μάλα δὴ μετὰ καὶ νῦν παισὶ τούτοις ὄγδοον θάλλει μέρος Ἀρκεσίλας afterwards, even at this moment P. 4.64

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μετά — mip indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέτα — μετά mip indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετά — (ΑM μετά, Α και μέτα, ποιητ. τ. μεταί) (πρόθεση) 1. όταν συντάσσεται με γεν. δηλώνει: α) συνοδεία, ομού, μαζί με (α. «μετά τών συγγενών του» β. «ὁ μὴ ὢν μετ ἐμοῡ, κατ ἐμοῡ ἐστιν», ΚΔ) β) τον τρόπο με τον οποίο γίνεται ή υπάρχει κάτι (α. «μίλησε… …   Dictionary of Greek

  • μετά — πρόθ. 1. ύστερα από: Μετά το φαγητό θα πιω καφέ. 2. έπειτα, ύστερα, κατόπι: Πού θέλεις να πάμε μετά; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μετά χαράς — επίρρ. τροπ., ευχαρίστως, με προθυμία: Δέχτηκε μετά χαράς να με συνοδέψει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέτα — χημ. εμπορική ονομασία τής μεταλδεΰδης, η οποία με τη μορφή πλακιδίων χρησιμοποιείται ως στερεά καύσιμη ύλη, υποκατάστατο τού οινοπνεύματος …   Dictionary of Greek

  • Μετὰ φρονίμου ζημίαν, καὶ μὴ σὺν μωρῷ κερδός. — См. Дай Бог с умным потерять, не дай Бог с дураком найти …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μετὰ τὸν πόλεμον ἡ συμμαχία. — См. После ужина горчица …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. — τὸ δυσσεβὲς γὰρ ἔργον μετὰ μὲν πλείονα τίκτει, σφετέρᾳ δ’εἰκότᾳ γέννᾳ. См. Вот злонравия достойные плоды …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἥ ποῦ... ἐβόμβει τὰ ωτα ὑμῖν; ἀεὶ γὰρ ἐμέμνητο ή κεκτημένη μετὰ δακρύων. — См. Что то у меня в ушах звенит кто то поминает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • μετεξωρίσθην — μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic parad form prose) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind pass 1st sg (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω plup ind mp 3rd dual (ionic) μετά , ἐκ ὡρίζω aor ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”